επισκοπεία

επισκοπεία
η
1) сан епископа; 2) епископат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επισκοπεία" в других словарях:

  • επισκοπεία — η (AM ἐπισκοπεία) το αξίωμα τού επισκόπου μσν. νεοελλ. η χρονική περίοδος κατά την οποία ένας επίσκοπος ασκεί τα καθήκοντά του αρχ. επιτήρηση …   Dictionary of Greek

  • επισκοπειανός — ή, ό (Μ ἐπισκοπειανός, ή, όν) (για κτήματα ή ιδρύματα) αυτός που εξαρτάται απευθείας από τον επίσκοπο μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπισκοπειανός επίτροπος τού επισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισκοπεία + επίθημα ανός (πρβλ. αρει ανός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»